μηρίζω

μηρίζω
μηρίζω (Α) [μηρός]
χτυπώ στους μηρούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μηρίζει — μηρίζω strike on the thigh pres ind mp 2nd sg μηρίζω strike on the thigh pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρισοῖο — μηρίζω strike on the thigh fut opt mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμηρίζω — (Α) [μηρίζω] τής ανοίγω τα σκέλη, συνουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • μήρισμα — (Α) [μηρίζω] (κατά τον Ησύχ.) «κάταγμα, ἢ σπάσμα ἐρίου» …   Dictionary of Greek

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • διαμεμήρικας — διά μηρίζω strike on the thigh perf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεμήρισαν — διά μηρίζω strike on the thigh aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”